- ἀσεβῶν
- ἀσεβέωto be impiouspres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀσεβήςungodlymasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безчьстивыи — (2*) пр. Нечестивый. В роли с.: и дв҃дъ по˫асатисѩ силою ѡ(т) б҃а велми хвали(т). и самого б҃а повѣдае(т). оболчена в силу и по˫асана. ˫авъ ||=на бещьстивы˫а. (κατὰ τῶν ἀσεβῶν) ГБ XIV, 67а б; ||=неблагодарный: Противу симъ что гл҃ють на(м)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нечьстивыи — (408) пр. 1.Нечестивый, безбожный: добри сѹште без дѣтии сѹть и ѹбози. а дрѹзии нечьстиви сѹште дѣти имѹть и бо||гатьство и добрѹ жизнь. (ἀσεβεῖς) Изб 1076, 124–124 об.; имѣ˫аи прѣлюбодѣицю безѹмьнъ и нечьстивъ. (ἀσεβής) КЕ XII, 65б; июда… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
LUDUS, a LYDIS — qui ex Asia transvenae, Duce Tyrrheno, cum fratri suo regni contentione cederet, in Hetruria consederint, ibique inter ceteros ritus superstitionum suarum spectacula quoque religionis nomine instituerint, quibusdam dictus videtur. Varro Ludos a… … Hofmann J. Lexicon universale
OSTIARIUS — secundus ordo in Ecclesia, iuxta Hieronymum. Isidor. Iun. Ad Ostiarium pertinent claves Ecclesiae, ut claudat et aperiat templum Dei, et omnia, quae sunt intus, extraque custodiat, fideles excipiat, excommunicatos et infideles proiciat.… … Hofmann J. Lexicon universale
VENATORIUS Ludus — memoratur l. 8. §. ult. ff. poen. qui et Bestiarius, apud Senecam, Ep. 70. Item Ludus simpliciter, quem poenae mediocris genus statuit Paulus IC. l. 5. Sent. tit. 7. Unde ad Ludum damnari, vel in Ludum, item Ludo aliudicari, l. 8. de poen. Cod.… … Hofmann J. Lexicon universale
λικμήτωρ — λικμήτωρ, ορος, ὁ (ΑM) [λικμώ] 1. λικμητής, λιχνιστής 2. μτφ. εξολοθρευτής («λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὐς σοφός», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Βάκχαι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες της αρχαίας δραματουργίας, τελευταίο έργο του τραγικού (406 π.Χ.). Το υλικό προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής μέθης, όσο και σε ιστορικά… … Dictionary of Greek